- ἐξαιρεῖται
- ἐξαιρέωtake outpres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐξαιρέωtake outpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
ἐξαιρεῖτ' — ἐξαιρεῖτο , ἐξαιρέω take out pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐξαιρεῖτο , ἐξαιρέω take out pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐξαιρεῖτε , ἐξαιρέω take out pres imperat act 2nd pl (attic epic) ἐξαιρεῖτε , ἐξαιρέω take out pres opt act 2nd pl ἐξαιρεῖτε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξαίρετος — η, ο 1. αυτός που δεν εξαιρείται ή δεν μπορεί να εξαιρεθεί 2. επίρρ. ανεξαιρέτως κ. αίρετα χωρίς εξαίρεση, χωρίς διάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της Ιστορίας… … Dictionary of Greek
εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
εξαιρέσιμος — η, ο (Α ἐξαιρέσιμος, ον) [εξαιρώ] αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί νεοελλ. 1. αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («ἐξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος») 2. φρ. «εξαιρέσιμη ημέρα» μη εργάσιμη, αργία αρχ. φρ. «ἐξαιρέσιμοι… … Dictionary of Greek
καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… … Dictionary of Greek
προκληροδότημα — ατος, το, Ν [προκληροδοτώ] το κληροδότημα που εξαιρείται από την όλη κληρονομιά και παρέχεται πριν από την κανονική διανομή … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
χολοκυστεκτομή — και χολοκυστεκτομία, η, Ν ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία εξαιρείται η χοληδόχος κύστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholecystectomie < χολή / χόλος + κύστη + εκτομή] … Dictionary of Greek
άσεμνα δημοσιεύματα — Πρόκειται για χειρόγραφα, έντυπα, εικόνες και άλλααντικείμενα, που σύμφωνα με το κοινό αίσθημα προσβάλλουν την αιδώ. Εξαιρείται η περίπτωση που το έργο αποτελεί προϊόν τέχνης ή επιστήμης, εκτός εάν προσφέρεται για πώληση ή δίνεται σε πρόσωπα… … Dictionary of Greek